ανακραυγάζω
Смотреть что такое "ανακραυγάζω" в других словарях:
ανακραυγάζω — (Α ἀνακραυγάζω) φωνάζω δυνατά, κραυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κραυγάζω < κραυγή. ΠΑΡ. αρχ. ἀνακραύγασμα] … Dictionary of Greek
ἀνακραυγάζειν — ἀνακραυγάζω cry aloud pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακραυγάζων — ἀνακραυγάζω cry aloud pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακραυγάσαντι — ἀνακραυγάζω cry aloud aor part act masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακραυγάσας — ἀνακραυγά̱σᾱς , ἀνακραυγάζω cry aloud fut part act fem acc pl (doric) ἀνακραυγά̱σᾱς , ἀνακραυγάζω cry aloud fut part act fem gen sg (doric) ἀνακραυγάσᾱς , ἀνακραυγάζω cry aloud aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακραυγή — η δυνατή φωνή, κραυγή, ξεφωνητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κραυγή. ΠΑΡ. ανακραυγάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] … Dictionary of Greek
ανακραύγασμα — ἀνακραύγασμα, το (Α) [ἀνακραυγάζω] κραυγή, ξεφωνητό … Dictionary of Greek